- δασονομικός
- -ή, -ό1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασονομία ή στον δασονόμο («δασονομικός σταθμός»)2. το αρσ. ως ουσ. δασονομικόςο υπάλληλος τού δασονομείου, ο δασονόμος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δασονομικάτο σύνολο τών γνώσεων που αναφέρονται στα δάση και η εφαρμογή τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < δασονομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.